ἀνεύθυνα

ἀνεύθυνα
ἀνεύθῡνα , ἀνεύθυνος
not accountable
neut nom/voc/acc pl
ἀ̱νεύθῡνα , ἀνευθύνω
straighten
aor ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνεύθῡνα , ἀνευθύνω
straighten
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελαφρολογώ — ( έω) μιλάω επιπόλαια, απερίσκεπτα και ανεύθυνα …   Dictionary of Greek

  • καμαρίλα — η 1. το σύνολο τών αυλικών και τών ατόμων τού άμεσου περιβάλλοντος τών βασιλέων ή ηγεμόνων, που τούς επηρεάζουν ανεύθυνα αλλά αποφασιστικά και παίζουν παρασκηνιακό ρόλο στη διακυβέρνηση τής χώρας 2. (κατ επέκτ.) άτομα που περιστοιχίζουν ένα… …   Dictionary of Greek

  • παραπαιδεία — η παιδεία που παρέχεται στο περιθώριο τής δημόσιας και τής εγκεκριμένης από το κράτος ιδιωτικής εκπαίδευσης από ανεύθυνα κυκλώματα χωρίς να τηρούνται οι βασικοί δεοντολογικοί κανόνες εκπαίδευσης και μόρφωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + παιδεία] …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • Αραμπί πασάς — (1839 – 1911).Αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού, γνωστός και ως Όραμπι. O Α.π. έπαιξε αποφασιστικό ρόλο ως αρχηγός της εθνικιστικής αραβικής πολιτικής μερίδας στην καθαίρεση του χεδίβη (αντιβασιλέα) Ισμαήλ πασά (1879). Στα χρόνια του χεδίβη… …   Dictionary of Greek

  • Δέλτα, Πηνελόπη — (Αλεξάνδρεια 1872 – Αθήνα 1941). Πεζογράφος. Ήταν κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη. Μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια και έζησε αργότερα στη Φρανκφούρτη (1906 12). Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1909, με τα διηγήματα Για την πατρίδα,που τυπώθηκαν στο Λονδίνο …   Dictionary of Greek

  • φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”