ελαφρολογώ — ( έω) μιλάω επιπόλαια, απερίσκεπτα και ανεύθυνα … Dictionary of Greek
καμαρίλα — η 1. το σύνολο τών αυλικών και τών ατόμων τού άμεσου περιβάλλοντος τών βασιλέων ή ηγεμόνων, που τούς επηρεάζουν ανεύθυνα αλλά αποφασιστικά και παίζουν παρασκηνιακό ρόλο στη διακυβέρνηση τής χώρας 2. (κατ επέκτ.) άτομα που περιστοιχίζουν ένα… … Dictionary of Greek
παραπαιδεία — η παιδεία που παρέχεται στο περιθώριο τής δημόσιας και τής εγκεκριμένης από το κράτος ιδιωτικής εκπαίδευσης από ανεύθυνα κυκλώματα χωρίς να τηρούνται οι βασικοί δεοντολογικοί κανόνες εκπαίδευσης και μόρφωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + παιδεία] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
Αραμπί πασάς — (1839 – 1911).Αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού, γνωστός και ως Όραμπι. O Α.π. έπαιξε αποφασιστικό ρόλο ως αρχηγός της εθνικιστικής αραβικής πολιτικής μερίδας στην καθαίρεση του χεδίβη (αντιβασιλέα) Ισμαήλ πασά (1879). Στα χρόνια του χεδίβη… … Dictionary of Greek
Δέλτα, Πηνελόπη — (Αλεξάνδρεια 1872 – Αθήνα 1941). Πεζογράφος. Ήταν κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη. Μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια και έζησε αργότερα στη Φρανκφούρτη (1906 12). Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1909, με τα διηγήματα Για την πατρίδα,που τυπώθηκαν στο Λονδίνο … Dictionary of Greek
φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)